- συνεστώς
- συνεστώς s. συνίστημι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
συνεστῶς — συνεστώ living together fem acc pl συνεστώ living together fem nom/voc pl (doric aeolic) συνεστώ living together fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεστώς — συνίστημι BJ Prooem. perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)